αντίσκηνο

αντίσκηνο
Είδος σκηνής που χρησιμοποιείται κυρίως από στρατιώτες. Κατασκευάζεται από τετράγωνο αδιάβροχο ύφασμα με επιφάνεια συνήθως 2,5 τ.μ., σε χρώμα σκούρο γκρι ή χακί, κατάλληλο για συγκάλυψη. Το α. αποτελεί στέγη για έναν στρατιώτη, μπορεί όμως να ενωθεί με άλλα όμοια α. και να σχηματιστεί σκηνή για 4-12 στρατιώτες. Το α. μπορεί ακόμη να χρησιμοποιηθεί ως αδιάβροχος μανδύας κατά την πορεία, σε ώρα βροχής, γι’ αυτό και έχει δύο κορδόνια, που δένουν το ένα στον λαιμό και το άλλο στη μέση. Ο στρατιώτης, μαζί με το α., έχει και έναν ορθοστάτη ύψους περίπου ενός μέτρου που λύνεται σε τρία κομμάτια και στηρίζει με τέσσερις πασσάλους το α. Σήμερα, τα α. χρησιμοποιούνται και από εκδρομείς, ορειβάτες, αλλά και τουρίστες, οι οποίοι τα στήνουν σε ειδικούς για κατασκηνώσεις χώρους, με την καταβολή σχετικού τιμήματος. Τα α. είναι γνωστά από παλαιότερα στους αυτόχθονες της Αμερικής, καθώς και σε διάφορους νομαδικούς λαούς άλλων ηπείρων, που τα χρησιμοποιούν ως κατοικίες. Αντίσκηνα των αυτοχθόνων της Αμερικής, κατασκευασμένα από ραμμένα κομμάτια δερμάτων.
* * *
το
ελαφριά στρατιωτική σκηνή που αποτελείται από αδιάβροχο ύφασμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντίσκηνο — το φορητή σκηνή από ύφασμα αδιάβροχο: Το αντίσκηνο προστάτευε το στρατιώτη και από τη βροχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκήνωμα — το, ΝΑ [σκηνῶ (III)] σκηνή, αντίσκηνο νεοελλ. μσν. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως με αγίους) το σκήνος, η σορός («το σεπτό σκήνωμα τού αγίου Διονυσίου») μσν. αρχ. το σώμα τού ανθρώπου ως κατοικία τής ψυχής αρχ.1. στρατιωτικός καταυλισμός («εὐθὺς… …   Dictionary of Greek

  • σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… …   Dictionary of Greek

  • τέντα — (I) οι, Ν εθνολ. λαός της ανατολικής και κεντρικής Σαχάρας. (II) η, ΝΜ, και τένδα Μ 1. σκηνή για προσωρινή διαμονή στο ύπαιθρο 2. (ειδικά) η στρατιωτική σκηνή, αντίσκηνο νεοελλ. 1. προπέτασμα από χοντρό ύφασμα που χρησιμοποιείται για την… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”